Λίστα αντικειμένων
Τα τρία χρυσά κριτήρια για την διάγνωση του εμφράγματος είναι.
1) Πόνος στο στήθος για 30 λεπτά
2) Αλλοιωμένο ΗΚΓ
3) Αυξημένα ενζυμα (CK-MB)
Σύμφωνα με την αμερικανική καρδιολογική εταιρεία το τρίτο κριτήριο αντικαθίσταται από την Τροπονίνη που είναι ο πιο εξειδικευμένος δείκτης για τη διάγνωση του εμφράγματος.
Το σύμπλοκο της Τροπονίνης αποτελείται από τρεις υπομονάδες: την Τροπονίνη C (TnC), την Τροπονίνη Τ (TnΤ) και την Τροπονίνη Ι (TnΙ). Οι τρεις υπομονάδες της Τροπονίνης έχουν διακριτές λειτουργίες με την Τροπονίνη C να δεσμεύει ιόντα Ca (2+), την Τροπονίνη Τ να δεσμεύει την τροπομυοσίνη και την Τροπονίνη Ι να είναι η ανασταλτική υπομονάδα. Το σύμπλοκο της Τροπονίνης μαζί με την τροπομυοσίνη σχηματίζει το βασικό παράγοντα που ρυθμίζει τη ευαίσθητη στο Ca(2+) ενεργότητα της ATPάσης της ακτινομυοσίνης στους γραμμωτούς μυς (σκελετικούς και καρδιακούς). Η TnC των καρδιακών ιστών είναι πανομοιότυπη με εκείνη των σκελετικών μυών, αλλά οι ισομορφές της TnI και TnT είναι διαφορετικές των ισομορφών των σκελετικών μυών, γεγονός που καθιστά δυνατή την ανάπτυξη ειδικών καρδιακών αντισωμάτων . Πρόσφατες έρευνες εξέτασαν την χρησιμότητα του καθορισμού των επιπέδων στον ορό των διαφορετικών ισομορφών της TnI.
Η ανίχνευση της cTni στον ορό εξετάσθηκε ως μέσο του καθορισμού της βλάβης του μυοκαρδίου σε ασθενείς με Οξύ Έμφραγμα του Μυοκαρδίου (ΟΕΜ). Αρκετές κλινικές έρευνες έδειξαν τη διαγνωστική αξία του καθορισμού των επιπέδων στον ορό της cTnΙ στην διάγνωση ασθενών με ΟΕΜ. Η παροδική απελευθέρωση της cTnI στον ορό μελετήθηκε και συγκρίθηκε με άλλους καθιερωμένους καρδιακούς δείκτες όπως η CK-MB, η μυοσφαιρίνη και η TnT. Στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από αρκετές έρευνες, απέδειξαν ότι σε ασθενείς με ΟΕΜ η cTnI απελευθερώνεται στην κυκλοφορία σε επίπεδα που ξεπερνούν το ανώτερο επίπεδο αναφοράς 4έως 6 ώρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, ενώ τα ανώτερα επίπεδα σημειώνονται μετά από 12-24 ώρες. Αυτό το μοτίβο της πρώιμης απελευθέρωσης είναι παρόμοιο με αυτό της CK-MB. Ωστόσο, τα επίπεδα της CK-MB επιστρέφουν στις φυσιολογικές τιμές μετά από 72 ώρες, ενώ τα επίπεδα της cTnI παραμένουν υψηλά για 5-7 ημέρες. Λόγω της διακριτής δομής της cTnI και της διαθεσιμότητας μεθόδων πολύ υψηλής ειδικότητας για την cTnI, η χρησιμότητα αυτού του δείκτη στη διάγνωση του ΟΕΜ έχει μελετηθεί εκτενώς σε περίπλοκες κλινικές περιπτώσεις που περιλαμβάνουν βλάβη σκελετικών μυών. Η υψηλή ειδικότητα της μέτρησης της cTnI για την ταυτοποίηση βλάβης στο μυοκάρδιο έχει αποδειχθεί σε περιεγχειρητικές περιόδους, σε αθλητές μετά από αγώνες μαραθωνίου και αμβλεία τραύματα στο θώρακα. Η απελευθέρωση της cTnI στο αίμα έχει αποδειχθεί , εκτός του ΟΕΜ, και σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν βλάβη στο μυοκάρδιο, όπως ασταθής στηθάγχη, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και ισχαιμική βλάβη λόγω εγχείρησης παράκαμψης (by-pass) της στεφανιαίας αρτηρίας.